Ανατολική Θράκη

Ανατολική Θράκη

Ανατολική Θράκη

Πέτρα, Σκόπελος, Μεγαλοχώρι (Γκερτιλί). Ένα τρίγωνο από τρία χωριά στην Περιφέρεια Σαράντα Εκκλησιών της Ανατ. Θράκης (κοντά στην Αδριανούπολη, που η ίδια μοίρα τα περίμενε με τις μεγάλες συμφορές που έπαθαν οι εκεί Ελληνικοί πληθυσμοί. Όπως ήταν γείτονες στην παλιά τους πατρίδα, οι κάτοικοι των χωριών αυτών, έτσι και σήμερα κατοικούν ανάμικτοι σε διάφορες γεωργικές περιφέρειες της Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης, όπου μετέφεραν τα ήθη και έθιμά τους, τις δοξασίες τους, τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες τους, τον τρόπο ζωής τους, τον πολιτισμό τους. Η ιστορία τους δεν διαφέρει από την ιστορία των άλλων γειτονικών χωριών και στις γενικές της γραμμές από την ιστορία της Ανατ. Θράκης.

Με την αρχή των Βαλκανικών πολέμων 1912 κατέβηκαν στα χωριά οι Βούλγαροι και παρέμειναν εκεί μέχρι τον Ιούνιο του 1913. Η τουρκική κατοχή μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων γίνεται πιο πιεστική, γιατί τότε ξύπνησε πιο πολύ το φυλετικό μίσος και ξέσπασε σε άγριες αντεκδικήσεις.

Το Μάιο του 1914 γίνεται γενική στρατολογία όλων εκείνων που είχαν στρατεύσιμη ηλικία από την Τούρκικη Κυβέρνηση. Οι πιο υπερήφανοι και τολμηροί Έλληνες αρνήθηκαν να καταταγούν στον εχθρικό στρατό και κατέφυγαν στα δάση και στα άγρια βουνά, για να αναπνέουν εκεί τον αέρα της ηθικής ανεξαρτησίας. Εκείνοι που αναγκαστικά στρατεύθηκαν χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες τεχνικές εργασίες και πολλοί πέθαναν από τα βάσανα και τις κακουχίες.

Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1915 έγινε ο πρώτος ξεσηκωμός. Οι Σκουπελινοί, 250 περίπου οικογένειες τότε και οι Πετρινοί άλλες 700 οικογένειες κατέφυγαν σε γειτονικά χωριά, το Μουνάρ Ισάρ, τη Γέννα κ.ά και στην ελεύθερη ελληνική πατρίδα. Έτσι διασκορπισμένοι εδώ και εκεί γεύθηκαν όλες τις πίκρες του εκπατρισμού και πολλοί από αυτούς πέθαναν πρόωρα και τάφηκαν σε ξένα χώματα.

Το Φεβρουάριο του 1919 ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους, όσοι δεν είχαν πεθάνει ή δεν είχαν ζητήσει καλύτερη τύχη στην Βουλγαρία ή σε άλλα μέρη του υπόδουλου ή και ελεύθερου ελληνισμού. Είχαν πιστέψει όσοι ξαναγύρισαν ότι θα μπορούσαν τώρα πλέον να συνεχίσουν την παλαιότερη ήσυχη και εργατική ζωή τους και με το πνεύμα οικονομίας και νοικοκυροσύνης που τους διέκρινε, προσπαθούσαν να αναδιοργανώσουν τις παλιές οικογενειακές τους εστίες, χωρίς να υποψιάζονται για τα νέα δεινά που τους περίμεναν.

Έφθασε το μοιραίο 1922 και οι Πετρινοί, Σκουπελινοί και Μεγαλοχωρίτες (Γκερτιλιώτες) μαζί με το άλλο κύμα της προσφυγιάς κατέφυγαν στην Μακεδονία καιτην Ελεύθερη Δυτ. Θράκη. Οι πιο πολλοί από τους Πετρινούς (200 περίπου οικογένειες) κατέφυγαν στην Ν.Πέτρα Σερρών, στη Μονοκκλησιά, Άνω Καμήλα, Ιβηρα Σερρών, άλλοι στην περιφέρεια της Κομοτηνής και Ξάνθης και 25 περίπου οικογένειες στο Καβακλί (Άγιο Αθανάσιο) κοντά στη Θες/κη. Από τους Σκοπελινούς οι περισσότεροι κατέφυγαν στο Διδυμότειχο και την περιφέρειά του, στο Τσομπάνκιοϊ της Αλεξανδούπολης, στο Χαμηλό της Κομοτηνής, στον Αχινό Σερρών, στο Αιγίνιο, Μακρύγιαλο, στη Τόχοβα Αικατερίνης, 60 περίπου οικογένειες στο Καβακλί (‘Αγιο Αθανάσιο) της Θες/κης. Οι Γκερτιλιώτες (Μεγαλοχωρίτες) ακολούθησαν τους Πετρινούς και Σκοπελινούς γιατί το χωριό τους ήταν μία αποικία των Σκοπελινών και Πετρινών που κατά καιρούς μετοίκησαν εκεί για να βρουν πόρο ζωής, επειδή το μέρος ήταν εύφορο με πολλά νερά, λιβάδια, αμπελουργία, δενδροκομία, κτηνοτροφία. Γι’ αυτό δεν γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τους Μεγαλοχωρίτες γιατί ουσιαστικά όλα ήταν κοινά με τους Πετρινούς και Σκοπελινούς. Είχαν την ίδια διάλεκτο, τα ίδια ήθη και έθιμα, τους ίδιους τρόπους ζωής. Μα και μεταξύ των Πετρινών και Σκοπελινών ουσιώδεις διαφορές δεν υπήρχαν.

Οι Πετρινοί και Σκοπελινοί ήταν άνθρωποι εργατικοί, φιλήσυχοι, φιλόξενοι και αγαθοί στο βάθος. Τους διακρίνει μεγάλοι θρησκευτικότητα και μυστικιστικό πνεύμα. Όταν βλέπει κανείς το πλήθος των θρησκευτικών τους τελετών που γίνονται με την ευκαιρία μιας Χριστιανικής γιορτής ή και μιας νέας εποχής ακόμα, όπως είναι το άνοιγμα των νέων κρασιών, τους χορούς και τα πανηγύρια τους, τις ποικίλες θρησκευτικές τους δοξασίες, τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες, τη βαθιά τους πίστη στα μάγια, στα φαντάσματα, στην ανώτερη δύναμη, μεταφέρεται άθελα η σκέψη μας στην αρχαία Θράκη, στη Θράκη της μυθολογικής εποχής, που δίδαξε και στην άλλη Ελλάδα τη λατρεία των Μουσών, τη Θράκη απ’ όπου ξεκίνησαν ο Διόνυσος, ο Ορφέας, ο Θάμυρις κ.ά, θεότητες που συμβολίζουν τη χαρά, το γλέντι, τη μουσική, το εσωτερικό πάθος γενικά, για να λατρευτούν και στην άλλη Ελλάδα και να συντελέσουν στο ξέσπασμα του εσωτερικού κόσμου και στο φανέρωμα όλων των ψυχικών αρετών του αρχαίου Ελληνισμού.

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΚΟΠΕΛΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΣΤΟ ΛΙΜΠΑΝΟΒΟ

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΚΟΠΕΛΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΣΤΟ ΛΙΜΠΑΝΟΒΟ

Ο 20ος αιώνας υπήρξε για το Αιγίνιο η περίοδος της μεταμόρφωσης του από ένα μικρό χωριουδάκι 500 περίπου κατοίκων σε μια σύγχρονη κωμόπολη 5000 χιλιάδων κατοίκων. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σ’ αυτή την εξέλιξη (απελευθέρωση και ένταξη στο ελληνικό κράτος, ανάπτυξη συγκοινωνιακών δικτύων κ.ά). Αναμφισβήτητα, όμως, ο κύριος λόγος της πληθυσμιακής έκρηξης του Αιγινίου στον 20ο αιώνα είναι η εγκατάσταση των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, κυρίως από τα χωριά Σκόπελος των Σαράντα Εκκλησιών, το Καβακλή και το Ακ Μπουνάρ της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Στις αρχές του αιώνα το Λιμπάνοβο ήταν ένας «ιδιωτικός» οικισμός, δηλαδή ένα χωριό μέσα σε ένα τουρκικό τσιφλίκι. Ο περιηγητής Νίκος Σχοινάς το 1886 αναφέρει το Λιμπάνοβο, ως "τσιφλίκιον παρά τον Ἀλιάκμονα, κείμενον εἰς τούς πρόποδας μικροῦ βουνοῦ ἤ λόφων ἔχων 50 ως 60 οἰκογενείας ὀθωμανικάς και 60-70 χριστιανικάς, ὑποζύγια και τροφάς ἐν ἀφθονία, ἀπέχει δέ 1 ὥραν τῆς ἀκτής, ἤτοι τῆς σκάλας τοῦ Ἐλευθεροχωρίου". Ο Ζώτος Μολοσσός (1887) αναφέρει ότι το Λιμπάνοβο είχε 200 οικογένειες. Κατά τον Επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο Βαρδάκα, το χωριό κατοικούνταν από διακόσιους πενήντα ορθόδοξους Έλληνες περίπου και από εκατόν πενήντα μωαμεθανούς. Το τσιφλίκι του Λιμπανόβου στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν 38.000 στρέμματα και ανήκε στον Χαμδή μπέη .
Ο επιθεωρητής εκπαίδευσης Δημήτριος Μ. Σάρρος σε έκθεση του για την εκπαίδευση στον καζά Κατερίνης κατά το 1906 περιγράφει το χωριό: «Οἰκίαι χριστιανικαί ἑλληνοφρονοῦσαι 75, κάτοικοι 422 (ἄρρενες 214+208 θήλεις). Ἐν τούτοις περιλαμβάνονται καί οἱ ἐν 12 οἰκίαις κατοικοῦντες τοῦ παρακειμένου τσεφλικίου Καλυβιών Λιβανόβου. Οἰκίαι Βλάχων παραχειμαζόντων ἐκ Σελίου 20. Οἰκίαι τουρκικαί 40, τουρκοθιγγανικαί δε 15. Γλώσσα σλαβομακεδονική καί τουρκική και ἑλληνική. Το χωρίον εἶναι κτῆμα τουρκικόν, πλήν 6 οἰκιῶν ἀνηκουσῶν μετά τῶν κτημάτων των εἰς ἡμετέρους ἐντοπίους. Γλῶσσα λαλεῖται κυρίως ἡ σλαβομακεδονική, γινώσκουσι δε οἱ πλεῖστοι καί μεταχειρίζονται καί τήν ἑλληνικήν, ἔχοντες ἀκμαῖον τό φρόνημα….. Τό χωρίον ἔχει 2 ἐκκλησίας καί 2 ἱερείς» .
Συμπερασματικά, στις αρχές του 20ου αι. το Λιμπάνοβο, τσιφλίκι Τούρκων αγάδων, κατοικείται από Χριστιανούς και Μωαμεθανούς, 500 περίπου αθροιστικά. Οι κατοικίες του, πλινθόκτιστες και μονώροφες (καλύβια) με εξαίρεση 2-3 διώροφες, πετρόκτιστες των τούρκων γαιοκτημόνων. Οι Έλληνες ντόπιοι κάτοικοι κατοικούσαν στο νοτιοανατολικό τμήμα του οικισμού με επίκεντρο το ναό του Αγίου Αθανασίου και στο Βόρειο τμήμα με επίκεντρο τον ναό της Παναγίας (Πέτρου και Παύλου;). Στο κεντρικό τμήμα του χωριού ήταν τα σπίτια των Τούρκων κατοίκων με επίκεντρο το Τζαμί – που βρισκόταν στο χώρο της σημερινής κεντρικής πλατείας – και το σπίτι του μπέη – που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του τότε χωριού, στο λόφο πίσω από το σημερινό 2ο Δημοτικό Σχολείο. Λίγο έξω από το χωριό προς τα βόρεια υπήρχε ένας οικισμός με ελάχιστα σπίτια στα οποία έμεναν κυρίως χριστιανοί κολίγοι. Το τμήμα αυτό της κτηματικής περιοχής Αιγινίου ακόμα και σήμερα ονομάζεται «καλύβια» ή «σπιτούδια».
Οι κάτοικοι του, δεμένοι με φεουδαρχικές σχέσεις με τον τούρκο τσιφλικά, ασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι παραγωγικές τους δραστηριότητες αποσκοπούν κυρίως στην παραγωγή των άμεσα αναγκαίων καταναλωτικών αγαθών για την επιβίωση της οικογένειας. Η κοινωνική τους ζωή περιορίζεται στα θρησκευτικά τους καθήκοντα σε δύο υστεροβυζαντινούς ναούς (Απ. Παύλου και Αγ. Αθανασίου) και στο τζαμί που λειτουργεί και σαν σχολείο μέχρι πολύ αργότερα (1956).
Το χωριό απελευθερώθηκε από την οθωμανική κυριαρχία στις 17 Οκτωβρίου του 1912. Ωστόσο, η πληθυσμιακή του σύνθεση ελάχιστα άλλαξε. Οι σχέσεις Τούρκων και χριστιανών ήταν και πριν την απελευθέρωση καλές λόγω του ήπιου χαρακτήρα του Τούρκου γαιοκτήμονα Τζεβαΐρ Ιμπραήμ. Έτσι μετά την απελευθέρωση οι Τούρκοι κάτοικοι παρέμειναν σχεδόν στο σύνολο τους στο χωριό μαζί με το χότζα τους και έφυγαν οριστικά μετά το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Σύμφωνα με την απογραφή (απαρίθμηση) του πληθυσμού των 1.980 οικισμών των νέων επαρχιών της Μακεδονίας, που πραγματοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό το Σεπτέμβριο του 1913, το Λιμπάνοβον – Κατερίνης έχει 463 κατοίκους . Μισό χρόνο αργότερα, περί τα τέλη Απριλίου του 1914, θα φτάσουν στο χωριό οι πρώτοι πρόσφυγες από το Σκόπελο της Ανατολικής Θράκης.
Ο Σκόπελος ήταν ένα ελληνικό χωριό της Ανατολικής Θράκης, περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Σαράντα Εκκλησιών. Υπάγονταν διοικητικά στο Βιλαέτι Αδριανουπόλεως και στον Καζά Σαράντα Εκκλησιών ενώ εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Σαράντα Εκκλησιών. Ανεπιβεβαίωτη παράδοση θέλει το χωριό να χτίστηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο από 30 οικογένειες από τη Σκόπελο των Σποράδων. Βρισκόταν στην πλαγιά ενός υψώματος στο οποίο δέσποζαν οι πύργοι του βυζαντινού κάστρου του. Φέρεται να αποτελεί επισκοπή τουλάχιστον από τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Ο επίσκοπος του συμμετείχε στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (787μ.Χ. - λήξη εικονομαχίας). Ως μία των Επισκοπών της Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως αναφέρεται στο Τακτικό του Πατριάρχου Νικολάου του Μυστικού κατά τον 10ο αιώνα και στα Τακτικά μέχρι τον 13ο αιώνα. Η τοποθεσία του ήταν σημαντική για την άμυνα της βυζαντινής αυτοκρατορίας απέναντι στις επιδρομές, όπως μαρτυρούν και τα ερείπια του βυζαντινού κάστρου. Το 1360 ο φρούραρχος του Σκοπέλου ειδοποίησε τους μοναχούς του Μικρού και του Μεγάλου Μοναστηρίου (επαρχία Καβακλί) για επικείμενη επιδρομή των Τούρκων και οι μοναχοί τους τα έβαλαν φωτιά και έφυγαν για τον Άθω και τις παραδουνάβιες χώρες. Το 1880 ο Επίσκοπος Σκοπέλου Παύλος εγκαταστάθηκε στις Σαράντα Εκκλησιές, ως Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως. Οι Τούρκοι ονόμαζαν τον Σκόπελο Εσκί Πολόζ και σήμερα Yoguntas.
Στις αρχές του 20ου αιώνα είχε περίπου 2.000 κατοίκους, αποκλειστικά Έλληνες, με εξαίρεση τους τρεις Τούρκους χωροφύλακες που υπηρετούσαν στο σταθμό χωροφυλακής του χωριού. Οκτώ χιλιόμετρα νοτιότερα βρισκόταν το επίσης ελληνικό χωριό Πέτρα με 2.000 Έλληνες κατοίκους και δυτικά της το χωριό Γκερντελί (Μεγαλοχώρι), στο οποίο διέμεναν αρκετοί Σκοπελινοί και Πετρινοί, λόγω του πλουσιότερου εδάφους του. Οι κάτοικοι των τριών χωριών είχαν πολύ στενές κοινωνικές και συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Είχαν κοινές θρησκευτικές γιορτές (π.χ. το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στο ξωκλήσι ανάμεσα στο Σκόπελο και την Πέτρα) και πολύ συχνές επιγαμίες. Μιλούσαν το ίδιο γλωσσικό ιδίωμα, με πάρα πολλές ομοιότητες με το ιδίωμα των Σαράντα Εκκλησιών και αισθητές διαφορές από τα υπόλοιπα θρακικά ιδιώματα. Για τη γλώσσα των κατοίκων γράφει ο «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης ότι στα «… χωρία Πέτρα και Σκόπελος, λαλείται η ελληνική γλώσσα κατ’ ιδιάζοντα τινά τύπον, διαφυλάττουσα πολλάς αρχαίας λέξεις και φράσεις και τινά προσωδίαν, πολύ δε καθαρωτέρα της γλώσσης ήν λαλούσιν οι κάτοικοι των εντεύθεν της Άρδας ελληνικών χωρίων, διεφθαρμένας εκ της αναμίξεως πλείστων τουρκικών λέξεων» . Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος χαρακτηρίζει τη γλώσσα της περιοχής αρχαΐζουσα .
Ο Στέφανος Γιουμούκης, που έζησε ως πρόσφυγας στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης περιγράφει τους συγχωριανούς του : Τότε, (το ’14) ήμασταν, καθώς άκουγα από τον πατέρα μου και από τους άλλους γεροντοτέρους, 350 οικογένειες ο Σκόπελος και ήμασταν 350 οικογένειες όλο Έλληνες. Δεν είχαμε μέσα στο χωριό μας Τούρκο κανέναν. Οι γυναίκες του Σκοπέλου καλημέρα τουρκικά δεν ήξεραν να πουν, έλεγαν καλημέρα ελληνικά. Δε γνώριζαν τουρκικά. Οι άντροι τα τουρκικά τα μιλούσαν όλοι καλά, διότι είχαν να κάνουν με όλες τις δημόσιες τουρκικές υπηρεσίες και με όλους τους Τούρκους. Εμείς τα παιδιά δε ξέραμε τίποτα από τα τουρκικά».
Η περιοχή στην οποία βρισκόταν ο Σκόπελος (και η Πέτρα), η οροσειρά του Μικρού Αίμου, ήταν ημιορεινή και σχετικά απομονωμένη παρά τη σχετική γειτνίαση της με την Ανδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, λόγω του ανεπαρκούς οδικού δικτύου. Ο Κώστας Παπαδημητρίου από τα Γκερντελί αναφέρει : «Σαράντα Εκκλησιές, Ανδριανού. Αυτές οι πόλεις ήταν κοντά. Από ‘κει πήγαιναμ’ και ψουνίζαμ’. Αλλά με πόδια. Όποιος είχε άλογο πήγαινε με άλογο, όποιος είχε γαϊδούρ’ πήγαινε με το γαϊδούρ’ και δε οι υπόλοιπ’ πήγαινανα πεζοί.»
Στην περιοχή υπήρχαν αρκετοί ανεμόμυλοι. Πολλοί κάτοικοι ήταν έμποροι και εγκατεστημένοι στις Σαράντα Εκκλησιές και την Αδριανούπολη. Στο χωριό λειτουργούσαν δυο εκκλησίες: η Αγία Κυριακή και το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου. Εντός του περίβολου της Αγίας Κυριακής υπήρχε Μεικτό Δημοτικό σχολείο με 2 δασκάλους και 91 μαθητές το 1884.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Η γεωργική παραγωγική δραστηριότητα, κυρίως δημητριακά και ζωοτροφές, ελάχιστα ξέφευγε από τα όρια της οικιακής οικονομίας. Κάλυπτε τις ανάγκες για τροφή, ένδυση και υπόδηση των ίδιων των παραγωγών και των οικογενειών τους. Η κτηνοτροφία ήταν ασφαλέστερη πηγή εισοδήματος λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της περιοχής. Αναφέρει ο σκοπελινός Ανδρέας Χριστάνης : «Κειν’ τα χρόνια ζούσαμ’ περισσότερο με τ’ κτηνοτροφία. Σπέρναν και πολλά χωράφια, σπέρναν αλλά δε μπορούσαν να πάρουν φράγκο απ’ τα χωράφια, απ’ το στάρ’, απ’ το κριθάρ’, διότι για να πας ένα κάρο κριθάρ’ στην Ανδρινούπολ’, μια μέρα να πας κι αν το πουλήσ’ς εκεί. Κι αν δε… υποφέρνανε.»
Η δουλειά σκληρή και διαρκής. Αλλά και τα γλέντια μετά τις βασικές και κοπιαστικές εργασίες, αν και φτωχικά, κάλυπταν τις ανάγκες για αναψυχή και κοινωνικότητα. Το κρασί δεν έλειπε, αφού όλοι είχαν το αμπέλι τους. Περιγράφει ο Κώστας Παπαδημητρίου: «Οι κάτοικοι γεωργοί. Σπέρναν σιτάρια. Έργκντανα αυτός ο καιρός, ήρθαν τ’ αλώνια, θέρ’ζαν. Με τις κόσες τότες θέρ’ζαν. Αλλά μετά το θέρο… πίνουν και γλεντούσανε. …έ τραγούδια! Να μαζευντανά με τη γκάιντα, έφκιανε ο κόσμος τζουμπούσ’. Κρασιά μπόλ’κα πήγαινε άλλος έπαιρνε μια μπακίρα κρασί… λοκάν’κα είχε βουβαλίσια. Πήγαινε στο μπακάλη εκεί πέρα που ήντανα … «δος μου ένα μεταλλικό λοκάν’κο». Σ’ έδ’νε ένα μεταλλικό λοκάν’κο, μισό λοκάν’κο, είχες μπτζάκ’ στη τζέπ’ς σ’, ίλα α κόβ’ς μεζέδες - μεζέδες α τρως και νερό, α πίν’ς και το κρασί σ’. Κέφ’. Η γκάιντα έπαιζε. Όλο με γκάιντες ήμασταν. Δεν είχαν τότε διολιά και τέτοια ψιλοπράματα. Όλο γκάιντα δούλευγε».
Οι σχέσεις με τη τουρκική διοίκηση δεν ήταν κακές, μέχρι το κίνημα των νεοτούρκων το 1908. Οι στρατολόγηση των Ελλήνων, αν και νομοθετημένη από το 1859, δεν εφαρμοζόταν στην πράξη. Όλοι εξαγόραζαν τη θητεία τους. Παρόλα αυτά οι σκοπελινοί δεν μπορούσαν να αποβάλουν το αίσθημα του υπόδουλου. Θυμάται Ο Στέφανος Γιουμούκης: «Σαν παιδιά που ήμασταν, όσο και οι Τούρκοι αν δε μας μεταχειρίζονταν άσχημα – δεν έχω παράπονο, …- αλλά πάλε όσο να είναι ξέραμε ότι ζούσαμε μέσα στους Τούρκους, ραγιάδες. Το ξέραμε αυτό … και βλέπαμε τους Τούρκους χωροφύλακες αντίκρυ απ’ το χωριό που κρατούσαν το ντουφέκι απ’ την κάνη και απάνω στον ώμο κι ερχότανε , κι εμείς φεύγαμε να μη μας διούν οι Τούρκοι χωροφύλακες, τους έλεγαν τζανταρμάδες, κι έλεγαν «θα μας διούν οι Τούρκοι τζανταρμάδες» και φεύγαμε, παραμερούσαμε απ’ το δρόμο να μη μας δουν.»
Από το 1908 καταργήθηκε από τους νεότουρκους η εξαγορά της θητείας και πολλοί αναγκάζονταν να μεταναστεύσουν για να αποφύγουν τη στράτευση. Επιπλέον ο αρχόμενος τουρκικός εθνικισμός άρχισε να κάνει τη ζωή των Ελλήνων δύσκολη. Ο νομάρχης Ανδριανούπολης Χατζή Αδίλ μπέης, στέλεχος του νεοτουρκικού κόμματος, επέτρεψε ή προκάλεσε θλιβερά έκτροπα σε βάρος των Ελλήνων της περιφέρειας, με σκοπό να τους αναγκάσει να φύγουν για να εγκαταστήσει στα κτήματα τους Τούρκους. Οι λαϊκή μνήμη συγκράτησε το όνομα των συμμοριών, των Βασιβουζούκων, που τρομοκρατούσαν τον ελληνικό πληθυσμό . Μέχρι σήμερα η λέξη βασιβουζούκος δηλώνει τον βίαιο και επιθετικό άνθρωπο.
Ο Σκόπελος ήταν πολύ κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι από την δημιουργία της Εξαρχίας το 1870 επεδίωκαν χωρίς επιτυχία τον εκβουλγαρισμό της Θράκης, ιδίως μετά το 1903 και την εξέγερση του Ίλιντεν. Αναφέρονται επιθέσεις Βουλγάρων κομιτατζήδων στο χωριό, όπως η απαγωγή του παπά το βράδυ της Ανάστασης και η απαγωγή για λύτρα του Ανέστη Ζαφειρόπουλου, γιου τοπικού προύχοντα, καθώς και μάχες με τους κατοίκους, κάποιοι από τους οποίους φαίνεται να είχαν σχέσεις με την ελληνική αντίσταση στη Θράκη και το ελληνικό προξενείο Αδριανούπολης (π.χ. ο Γεώργιος Στεφάνου). Το μίσος για τους Βουλγάρους αποκρυσταλλώνεται στο τραγουδάκι που, όπως αφηγείται ο Βεργής Σιβρής που έζησε στα Μάλγαρα, μάθαιναν τα παιδιά στο σχολείο: « Βούλγαρον όπου και αν ειδώ/ θα τον πάρω τη ζωή/ και το αίμα του θα πιω/ όπως πίνω το κρασί» .
Με την αρχή των Βαλκανικών πολέμων το 1912 εισήλθαν στην περιοχή οι Βούλγαροι, Κατέλαβαν τις Σαράντα Εκκλησιές και τη μετονόμασαν σε Λόζενγκραντ (Αμπελόπολη). Παρά την αντιπαλότητα με τους Βουλγάρους οι Σκοπελινοί είδαν το βουλγαρικό στρατό ως ελευθερωτή. Μόλις πληροφορήθηκαν ότι τα βουλγαρικά στρατεύματα πλησίαζαν στο χωριό, επιτέθηκαν στο σταθμό χωροφυλακής και σκότωσαν τους Τούρκους χωροφύλακες.
Τον Ιούνιο του 1913 η περιοχή επανήλθε στους Τούρκους. Τότε οι συνθήκες για τον ελληνικό πληθυσμό χειροτέρευσαν και μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έγιναν αφόρητες. Οι νεότουρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το πρόγραμμα εθνοκάθαρσης υπό την καθοδήγηση του γερμανού στρατηγού Φον Σάντερ Λίμαν, ο οποίος εισηγήθηκε την εκδίωξη των μη μουσουλμάνων από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Ανδριανούπολη. Προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν τους Έλληνες ώστε να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους, δήθεν οικειοθελώς. Εντάθηκε η στρατολόγηση των αντρών στα περίφημα τάγματα εργασίας. Υπήρξαν σκοπελινοί που αντιμετώπισαν αυτή τη μοίρα. Δεν έλειψαν βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, ακόμα και φόνοι. Χαρακτηριστική του κλίματος στην περιοχή η μαρτυρία της Παγώνας Παγκίδου , πετρινής που έζησε στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης «Ήθελαμ’ α νάρτουμ’ στην Ελλάδα. Το ’14 έκανανα τα χαρτιά για να νάρτουμ’. Ήντανα πρόεδρος. Οι χωριανοί σκώθκαν όλ’ στο ποδάρ’. Σου λέει, Δημητρώ πού θα πας; Θα χαλάσ’ ένα χωριό. Ε, κι αυτός είδε κι αποείδε, λυπήθ’κε το χωριό. Πέρασαν κάνα δυο μήνες, τον φώναξε ο μπουντούρ’ς, που λένα, ο νοματάρχης. Στο Σκούπελο ήνταν αυτός. Πήγε εκεί, στο γυρισμό τον σκότωσανα.»
Η «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού 1914-1918» που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1919 γράφει για την κατάσταση στην Πέτρα : «Κατά Μάρτιον του 1914 τοῦρκοι πρόσφυγες περικυκλώσαντες το χωρίον ἐπίεζον τούς κατοίκους πρός μετανάστευσιν. Κατ’ Ἀπρίλιον ὑπάλληλοι τῆς Γεωργικῆς Τραπέζης κατέσχον πάντα καθόλου τά ζῶα τῶν κατοίκων. Κατά Σεπτέμβριον τοῦ 1915 τό χωρίον διεσκορπίσθη.» Και για το Σκόπελο: «Καί ἡ κωμόπολις αὕτη ἤδη ἀπό τῆς ἀνακαταλήψεως τῶν μερῶν ἐκείνων ὑφίστατο τα πάνδεινα ἐκ μέρους τῶν προσφύγων μουσουλμάνων εἰς βαθμόν, ὥστε να σκέπτηται τον ἐκπατρισμόν αὐτῆς. Ἡ κατάστασις αὕτη ἐπεδεινώθη ἀργότερον ὅτε καί ἐξηναγκάσθη να ὑποστῆ την τύχην τῶν ἄλλων κοινοτήτων ἐκδιωχθείσα κατά Σεπτέμβριον τοῦ 1915. »
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα μια πρώτη ομάδα σκοπελινών πήρε την απόφαση να φύγει ήδη από τον Απρίλιο του 1914. Λέει ο Στέφανος Γιουμούκης «Απ’ τον πρώτο διωγμό θυμάμαι πολλά. Φύγαμε από την πατρίδα, ήτανε αρχές Απριλίου. Πήγαμε καθίσαμε στις Σαραντακκλησιές λίγες μέρες, μέχρι που να βγουν τα διαβατήρια μας. Με διαβατήρια φύγαμε, επίσημα. ….. Ήρθαν Τούρκοι στο χωριό μας από ‘δω από τη Μελίκη…. Βγαίναμε εμείς από τα σπίτια, μπαίνανε Τούρκοι..…. Λοιπόν, βγήκανε τα χαρτιά μας, τα διαβατήρια μας όλα. Από κει πήραμε το τραίνο από τις Σαράντα Εκκλησίες για το Ροδεστό. Απ’ το Ροδεστό ήταν να μπαρκάρουμε. Το βράδυ φτάσαμε σ’ ένα χωριό, Άλπουλου λεγότανε, τουρκικό το όνομα. Κοιμηθήκαμε το βράδυ εκεί και το πρωί …. η αστυνομία, μας έφερε τουρκικά κάρα, πληρώσαμε και κατεβήκαμε στο Ροδεστό. Εκεί στο Ροδεστό μας πήγανε μέσα σε ένα ελληνικό σχολείο και καθίσαμε – δε θυμάμαι πολύ καλά- όχι παραπάνω από πέντε μέρες μέχρι που να ‘ρθει πλοίο. …. Ήρθαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη με το πλοίο. Μας κατεβάσανε στο Λευκό Πύργο, στο τελωνείο. …. Όταν σταμάτησε το πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης φώναζαν οι μεγάλοι, οι μπαμπάδες μας, οι θειοδές μας, φώναζαν «κάτω τα φέσια». Γιατί, όταν μπαρκάραμε από το Ροδεστό, φορούσαμε φέσια τουρκικά κι εγώ ακόμα φορούσα φέσι. Και πετάξαμε τα φέσια στη θάλασσα. …. Μας πήγαν στην Αγία Παρασκευή. Καθίσαμε εκεί καμιά δεκαριά δεκαπενταριά μέρες και κάναμε Πάσχα στην Αγία Παρασκευή. …. Και από κει ύστερα, δε ξέρω πώς, πήγαμε – ήμασταν αρκετοί σκοπελινοί εκεί στη Αγία Παρασκευή – και πήγαμε και καθίσαμε στο Αιγίνιο. Εκεί στο Αιγίνιο είχαμε ένα δάσκαλο κι αυτός ήταν πρόσφυγας από τα μέρη της Ξάνθης …. Και σε κείνον πήγα, το 1915 άρχισα, και φαίνεται ότι ήμαν πολύ προοδεμένος και από την πρώτη μικρή τάξη με έβγαλε αμέσως … στη πρώτη μεγάλη. Κι έβγαλα δυο τάξεις μαζί σε ένα χρόνο».
Και προσθέτει ο Στέφανος Γιουμούκης «Οι άλλοι μείνανε στο χωριό. Τολμώ να πω ότι οι ολιγότεροι φύγανε κι οι περισσότεροι είχανε μείνει στο χωριό, μείνανε στη Τουρκία. Δεν έφυγαν όλοι, δε ξέρω για ποιους λόγους.» Ωστόσο, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1915 οι περισσότεροι κάτοικοι του Σκόπελου, 250 περίπου οικογένειες αναγκάστηκαν ύστερα από διώξεις των Τούρκων να καταφύγουν σε γειτονικά χωριά καθώς και στην Ελλάδα. Λέει ο σκοπελινός Ανδρέας Χριστάνης: «Κι από κει … το δεκατέσσερα ήρθε η καταστροφή. Καταστροφή. Αναγκαστήκαμε και τα πούλ’σαμ’ , ότι μπορέσαμε. Τα βάλαμε στη τζέπ’. Σαραντακκλησιές, Κωνσταντινούπολ’ και Μακεδονία. … Στη Κωνσταντινούπολ’ …. μας βάζανε μεσ’ το βαπόρι και παίρναν τα μπαγάζια και γλυστρούσαν δήθεν και πέφταν μεσ’ τη θάλασσα. Έκλαιγαν τα κορίτσια τα καημένα, «πάει η προίκα μ’, πάει η προίκα μ’» Εμ, πάει. Μετά μπήκαμε τέλος πάντων στο πλοίο. … κάπου εφτά – οχτώ μέρες μας καθυστέρ’σαν … Νερό γυρεύαμε, δε μας δίναν. …Ψωμί. Έριχναμ’ τα καλάθια πο πάν’ απ΄το καράβ’ , έριχναμ’ τα λεφτά για να μας δώσουν ψωμί, τα ‘περναν τα λεφτά, έφευγαν. Νηστεία. Τέλος πάντων ξεκίν’σαμε κάποια φορά από κει για εδώ, για Θεσσαλονίκ’. …. Μας έβγαλε εδώ Θεσσαλονίκ’. Κάτσαμε στον Άη Βασίλη καμιά δεκαριά μέρες, δεκαπέντε. Μετά μας βγάνουν στη Μεθών’. Με τα καίκια, όχ’ με βαπόρ’... Ε, οι μπαμπάδες μας γύρ’ζαν, μας άφ’σαν εκεί τα παιδιά και γύρ’ζαν στα χωριά να διούν που είναι πιο κατάλληλο χωριό. Βρήκανε άλλος στη Πάλιανη, άλλος στο Μακρύγιαλο, άλλος δεξιά αριστερά, σκορπίσαμ’ όλοι.
Σύμφωνα με πατριαρχικές πηγές από τους 25.427 Έλληνες της μητρόπολης Σαράντα Εκκλησιών 14.993 έφυγαν και 10.434 έμειναν στη Θράκη. 13.715 έφυγαν το 1913 και 11.493 στη διάρκεια των ετών 1914-1918. Στη Θράκη έμειναν οι πιο φτωχοί. Η Μαρία Πατσώρα, το γένος Παναγιώτη Σταγκίδη θυμάται : «Στη πρώτη προσφυγιά μέχρι Σαραντακλησσιές πήγαμε. Ο μπαμπάς μας ήταν φαντάρος και μείναμε εκεί. Και η μάνα μ’ η καημένη υπηρέτρια στο κόσμο για να μας δώσ’ ένα κομάτ’ ψωμί. Περίμαναμ’ πότε α ρθει α μας φέρ’ ένα κομάτ’ ψωμί α φάμ’. Σ’ ένα παλιόσπιτο, ήταν ρημαδιό. Οι Σαραντακκλησιές ήτανα μεγάλ’ πόλ’ αλλά ήταν για τον κόσμο, όχι για μας. Εμείς σ’ ένα παλιόσπιτο στην άκρη ήμασταν.»
Δεν είναι γνωστός ο αριθμός των σκοπελινών που ήρθαν στο Λιμπάνοβο το 1914. Ωστόσο, ήταν αρκετές οικογένειες και η πρόθεση τους φαίνεται πως ήταν να εγκατασταθούν μόνιμα, όπως δείχνει το γεγονός ότι έγραψαν τα παιδιά τους στο σχολείο. Στο μαθητολόγιο του τετρατάξιου σχολείου Λιμπανόβου το σχολικό έτος 1914-15 εμφανίζονται εγγεγραμμένοι 10 μαθητές και 3 μαθήτριες από τον Σκόπελο σε σύνολο 66 μαθητών. Οι περισσότεροι έμειναν στο χωριό. Το σχολικό έτος 1915-16 εξακολουθούν να φοιτούν 11 μαθητές (7 αγόρια και 4 κορίτσια) στο σχολείο του Λιμπανόβου και το 1916-17 14 (10 αγόρια και 4 κορίτσια). Κάποιοι δεν βρήκαν ικανοποιητική εργασία και έφυγαν ένα χρόνο μετά για το Παλαιό Ελευθεροχώρι. Τα χωριά της σημερινής δημοτικής ενότητας Μεθώνης και η Σφενδάμη (Πάλιανη τότε) αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους σκοπελινούς. Η οθωμανική διοίκηση είχε αγοράσει ένα τσιφλίκι στην περιοχή Ελευθεροχωρίου το 1910, στο οποίο εγκατάστησε περίπου 500 οικογένειες Τούρκων που ήρθαν από τη Βοσνία, όταν αυτή πέρασε στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Τότε χτίστηκαν ο Μακρύγιαλος και το Νέο Ελευθεροχώρι (Μεθώνη). Αυτοί οι Τούρκοι έποικοι μετά τον Α Βαλκανικό πόλεμο ακολούθησαν την υποχώρηση του τουρκικού στρατού. Έτσι υπήρχε καλλιεργήσιμη γη και πολλά άδεια σπίτια.
Προβλήματα στις σχέσεις με των ντόπιων του Λιμπανόβου -Έλλήνων και Τούρκων και των σκοπελινών δεν αναφέρονται. Στις 24 Μαΐου του 1917 έγινε ο πρώτος μικτός γάμος μεταξύ ντόπιου και Σκοπελινής. Ο Παντελής Σφηντσιώτης παντρεύτηκε τη Μαρία Βασιλειάδου στη εκκλησία της Παναγίας. (Παπα-Δημήτρης Νιζαμόπουλος)
Τον Αύγουστο του 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών η Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα. Η Ανατολική Θράκη είχε ήδη καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό από τον Ιούλιο του 1920. Στις Σαράντα Εκκλησιές η ελληνική διοίκηση εγκαταστάθηκε στις 15/28 Ιουλίου 1920 και έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς από τους Έλληνες που είχαν μείνει εκεί. Ο Κώστας Γέραγας, αναπληρωτής του Γενικού Διοικητή Θράκης στην περίοδο 1920-1922, περιγράφει : « Όταν επλησιάσαμε εις Σαράντα Εκκλησίας είδομεν πολύν στρατόν μας. Ήτο η Μεραρχία Ξάνθης υπό τον στρατηγόν Μαζαράκην, ήτις εισείρχετο εις την πόλιν. Μετά ολίγον ευρέθημεν εντός της πόλεως ήτις έπλεε εις το κυανόλευκον το δε φορτηγόν μας αυτοκίνητο αδύνατον ήτο να προχωρήσει.» Και προσθέτει: «οι κάτοικοι της πόλεως και των ανατολικών κοινοτήτων της υποδιοικήσεως είναι αληθώς ζωηρότεροι των άλλων Θρακών, υπερήφανοι, καυχώμενοι δια τα εθνικά αυτών φρονήματα…. Μεταξύ των κοινοτήτων της υποδιοικήσεως εξεχουσαν θέση είχον δυτικώς η Πέτρα και ο Σκόπελος ….προπύργια του ελληνισμού, πολύ προηγμέναι κοινωνικώς και εκπαιδευτικώς, μη υπολειπόμεναι μάλιστα ως προς τον πολιτισμόν άλλων μεγαλυτέρων θρακικών κέντρων, εν τισί δε και υπερέχουσαι.»
Οι θρακιώτες επέστρεψαν στις πατρίδες τους και το ίδιο έκαναν και οι σκοπελινοί του Λιμπανόβου. Φαίνεται ότι επέστρεψαν σχεδόν όλοι. Τα σχολικά έτη από το 2019 και μετά δεν υπάρχει μαθητής από το Σκόπελο στο Λιμπάνοβο. Θυμάται ο Στέφανος Γιουμούκης: «Το 1920, αν θυμάμαι καλά, αρχές Νοεμβρίου, με το παλιό ημερολόγιο, φύγαμε από το Παλιό Ελευθεροχώρι. Ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, από τη Θεσσαλονίκη, για να μη λέω λεπτομέρειες μεγάλες, πήραμε το τραίνο… και πήγαμε στις Σαράντα Εκκλησίες. Στις Σαράντα Εκκλησίες κατεβήκαμε με μια χαρά τέτοια που θα πα να δω ξανά το Σκόπελο. ….. Και γυρίσαμε, πήγαμε στο Σκόπελο. Όταν τον ξαναείδα το Σκόπελο, μου φάνηκε κάπως άγρια, διότι συνήθισα εδώ στη Μακεδονία πιο ήμερα τα μέρη αυτά. Καθίσαμε έξι χρόνια, εγώ μεγάλωσα, έγινα δεκαπέντε χρονώ παιδί. Γύρισα, πήγα εκεί, τα ήβρα τα πράματα άγρια. Θέλω να με πιστέψτε ότι το βράδυ που κοιμούμαν φοβάμανε, ναι. Έλεγα «άμαν έρθουν οι Τούρκοι;», τα ‘βλεπα όλα άγρια. Ε, ύστερα συνηθίσαμε και ζούσαμε καλά. Και με τους Τούρκους πολύ καλά ζούσαμε τους γειτόνους εκεί, δεν είχαμε διαφορές…..»
Και ο Ανδρέας Χριστάνης προσθέτει : «Πήγαμε στη Θράκ’, στα μέρη μας. Στα μέρη μας οπ’ πήγαμ’ τι βρήκαμε; Τα σπίτια τα μ’σά γκρεμισμένα. Τώρα σκέψου να εγκαταλειφτεί εξ εφτά χρόνια το σπίτ’, τί περιμέν’ς; Πρώτη χρονιά δεν έγινε γεωργία καθόλου…. Άδεια όλα από εφτά χρόνω. Ψωμί ν’ αγοράσ’ς;. Βγάλαμ’ από δω από κει, με το ζόρ’ με το κολάι, βγάλαμ’. Τώρα, τί γίν’ται; Έσπειραμ’ ό,τι μπορέσαμ’. Αλλά η γη καλή, έκανε γέν’μα καλό. Έκανε μπερκέτ’ πολύ. Αλλά έμεινε εκεί. Τώρα;»
Η χαρά του επαναπατρισμού δεν κράτησε πολύ. Το Σεπτέμβριο του 1922, μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την Ανακωχή των Μουδανιών η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να δεχτεί αυτό που αποφάσισαν οι πρώην σύμμαχοι της, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί, να παραχωρήσει δηλαδή την Ανατολική Θράκη στην Τουρκία. Η Συμφωνία Ανακωχής δεν επέβαλε και την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού. Ωστόσο, οι σφαγές των Τούρκων στη Μικρά Ασία είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα πανικού που ανάγκασαν σύσσωμο τον ελληνικό πληθυσμό να αποχωρήσει ακολουθώντας τον Ελληνικό Στρατό. Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι προς την ελληνική αντιπροσωπεία στα Μουδανιά έγραφε «Ανακοινώσατε, παρακαλώ, τηλεγράφημα εις πληρεξουσίους Θράκης. Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας... Επιπλέον υποχρεούμεθα να εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην. Ολόκληρος προσπάθεια μου στρέφεται πως χάνοντες Θράκην να σώσωμεν εν μετρώ δυνατώ Θράκας. … Όσον τραγικόν και αν είναι, ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν αυτοί και προγονοί των, δεν υπάρχει άλλο μέσον σωτηρίας δι’ αυτούς μετά την θριαβευτικήν επιστροφήν των Τούρκων εις Ευρώπην ».
Έτσι, ο ελληνισμός της Θράκης πήρε ξανά το δρόμο της προσφυγιάς. Μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 1922 ο ελληνικός στρατός αποχώρησε από την Ανατολική Θράκη και τον ακολούθησαν 260.000 Έλληνες κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης. Οι Σκοπελινοί έφυγαν ξανά, εγκαταλείποντας το χωριό τους οριστικά αυτή τη φορά. Βάδισαν προς Μπουγιούκ Γκερδελή, Χάσκιοϊ, Ανδριανούπολη, γεφυρα Διαμάντη στον ποταμό Τούνζα και από κει στην περιοχή του Κάραγατς (Ορεστιάδα) ή νοτιότερα Χάφσα, Ουζούν Κιουπρού (Μακρά Γέφυρα), Διδυμότειχο, Σουφλί.
Ο κος Αποστολίδης, Υποδιοικητής Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιουπρού), περιγράφει την φυγή των θρακιωτών: «Η έξοδος αύτη παρίστα σπαραξικάρδιον θέαμα. Δια της πόλεως Μ. Γεφύρας, κεντρικής οδού πολλών περιφερειών, επί ημέρας και νύκτας πολλάς διήρχοντο μυριάδες προσφύγων και οδυρμοί και αραί στυγεραί κατά των υπαιτίων της τραγικής συμφοράς επλήρουν τους αιθέρας. Κατά σατανικήν σύμπτωσιν βροχή ραγδαία και χάλαζα χονδρά έπληττον τους ατυχείς τούτους πληθυσμούς…..Υπό τοιαύτας λοιπόν τραγικάς και καταστρεπτικάς συνθήκας έλαβεν χώρα η έξοδος των κατοίκων της Θράκης ως πάλαι ποτέ των Εβραίων εξ Αιγύπτου!». Και ο Υποδιοικητής Αρκαδιουπόλεως (Λουλέ Μπουργκάς) κος Λέφας προσθέτει: «Έτι τραγική ήτο η θέσις των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι σχηματίζοντες καραβάνια διέσχιζον την περιφέρειαν με διεύθυνσιν προς Έβρον, αίροντες τον σταυρόν του μαρτυρίου. Είδον γυναίκα πεσούσαν εξ εξαντλήσεως από την υπερπληρωμένην άμαξα και εκπνεύσασαν. Είδον πρόσφυγα εξ ατονίας μη συγκρατηθέντα επί των ποδών του και πεσόντα άπνουν εκ του βαγονίου. Είδον βρέφη αποθανόντα εξ ασφυξίας εις τας αγκάλας δυστυχών χωρικών μητέρων… ». Ο ανταποκριτής της εφημερίδος Μακεδονία περιγράφει στις 22/10/1922: «Όλη η περιοχή από Δεδέαγατς μέχρι Διδυμοτείχου πλήρης καραβανίων προσφύγων… αι γυναίκες λυσίκομοι βυθίζονται μέχρι των γονάτων εις την λάσπην, μικρά παιδιά στιβαγμένα επί αραμπάδων δέρονται υπό ραγδαιοτάτης βροχής πιπτούσης από πρωΐας αδιακόπως, πλείστοι αραμπάδες έχουν κολήσει εις την λάσπην και οι πρόσφυγες πετούν γενήματα και ολίγα αντικείμενα αυτών δια να κατορθώσουν την μεταφορά των γυναικοπαίων.»
Η πιο γλαγυρή ίσως περιγραφή του δράματος της προσφυγιάς των Ελλήνων της ανατολικής Θράκης ανήκει στον Αμερικανό συγγραφέα Έρνεστ Χεμινγουέι, που την περίοδο εκείνη ήταν δημοσιογράφος κι ανταποκριτής της εφημερίδας «Ημερήσιος Αστέρας» του Τορόντο. Γράφει στην ανταπόκρισή του 7ης Οκτωβρίου 1922. « Σε μια ατέλειωτη πορεία που συγκλονίζει, ο χριστιανικός πληθυσμός της ανατολικής Θράκης πλημμυρίζει τους δρόμους που οδηγούν στη Μακεδονία. Η κύρια μάζα, που περνά τον Έβρο ποταμό στην Αδριανούπολη, απλώνεται σε μήκος 40 χιλιομέτρων. Σαράντα χιλιόμετρα από κάρα που σέρνουν αγελάδες, νεαροί ταύροι και λασπωμένα βουβάλια γεμάτα μ’ εξαντλημένους σαστισμένους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σκεπάζονται με κουβέρτες πάνω στα κεφάλια τους και προχωρούν σαν τυφλοί κάτω απ’ τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους. Αυτός ο απρόσωπος ποταμός στραγγίζει όλη τη γύρω χώρα. Δεν γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, τα χωριά τους, τα γεμάτα καρπό καφετιά χώματά τους κι ενώθηκαν με το ποτάμι των φυγάδων, ακούγοντας για τον ερχομό των Τούρκων. Τώρα δεν μπορούν παρά μόνο να κρατούν τη σειρά τους στην τρομακτική πομπή, καθώς το καταλασπωμένο ελληνικό ιππικό τους συγκρατεί μαζί, όπως η αγελαδάρηδες το κοπάδι τους. Είναι μια σιωπηλή πομπή. Δεν ακούγεται ούτε βογγητό. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι μόνο να περπατούν».
Οι σκοπελινοί μετά τη διάβαση του Έβρου σκορπίστηκαν σε διάφορα χωριά της Δυτικής Θράκης και της Μακεδονίας. Στο Καδίκιοϊ Κομοτηνής (Χαμηλό) 10 οικογένειες, στο Τσομπάνκιοϊ Κομοτηνής (Συκοράχη) 15 οικογένειες, στον Αχινό Νιγρίτας 20 οικογένειες, στα Ίβηρα Νιγρίτας 15 οικογένειες, στον Άγια Αθανάσιο Θεσσαλονίκης 60 οικογένειες, στο Αιγίνιο 120, στο Λότζανο 20, στο Μακρύγιαλο 6 , στην Τόχοβα 15, στον Κορινό 10 οικογένειες και αλλού.
Ο Στέφανος Γιουμούκης θυμάται την έξοδο του ‘22: «Φθάνουμε στο ’22 τώρα. Το κακό της καταστροφής αρχίσαμε να τ’ ακούμε από τον Αύγουστο. Δεν πάμε καλά, δεν είμαστε καλά, κάτι θα γίνει, κάτι θα γίνει, κάτι θα γίνει. Και το κάτι αυτό ξέσπασε στα τέλη Σεπτεμβρίου. Άρχισαν να γίνονται διαδόσεις, «θα φύγουμε, έσπασε το μέτωπο, θα φύγουμε, θα φύγουμε». Και έγινε. Θα φύγουμε. Στις 12 ή 11 Οκτωβρίου, δε θυμάμαι πολύ καλά, με το παλιό ημερολόγιο, φύγαμε από την πατρίδα. Πώς φύγαμε; Το βράδυ, την παραμονή που θα φεύγαμε από την πατρίδα, από το Σκόπελο, συγκεντρωθήκαμε όλοι με τα κάρα. Πάνω σε ένα κάρο τι μπορεί να πάρει ένας άνθρωπος; Όλη η περιουσία μας, τα σπίτια μας γεμάτα. Θερίσαμε, αλωνίσαμε. Όλη η εσοδεία μας ήτανε μέσα στα σπίτια. Έμποροι δεν ήρθαν για να πάρουν ούτε τα μαλλιά από τα πρόβατα. Λόγω της καταστάσεως. … Και πήραμε στο κάρο απάνω κάνα τσουβάλι αλεύρι, που χρειάζονταν στο δρόμο και … τίποτα. Και συγκεντρωθήκαμε μέσα στην πλατέα του χωριού. Και το πρωί, στις δώδεκα μου φαίνεται, ξεκινήσαμε για το άγνωστο, για την Ελλάδα. Εμείς που ξέραμε τι θα πει Ελλάδα, ξέραμε που θα πάμε και ήρθαμε μ’ ένα θάρρος. … Άλλοι όμως που δεν ήξεραν, εκείνοι ξεκίνησαν για το άγνωστο. Δεν ήξεραν. Τίποτε δεν έμεινε. Τίποτε, τίποτε δεν έμεινε. Ό,τι κινιούνταν το πήραμε. Τα πρόβατα μας τα πήραμε, τα γελάδια μας τα πήραμε…. Ο πατέρας μου με το κάρο και με τα γελάδια που είχαμε και την οικογένεια ερχότανε με το δρόμο. Κι εμείς από τα χωράφια από μέσα με τα πρόβατα ήρθαμε στη Μακεδονία».
Και ο Ανδρέας Χριστάνης προσθέτει: «Όταν ήρθανε και μας είπαν τώρα θα φύγουμ’ και θα πάμ’ στ’ν Ελλάδα πάλε πίσω, μόλις τα συμμαζέψαμε. Δε γίν’ται. Μαζέψαμε .. ένα κάρο τι θα πάρ’. Σκέψου τώρα. Κείνα που κοιμούμασταν έμ’νανα πάν’ στο στάρ’. Κοιμούμασταν πάν’ στο στάρ’. Κριθάρ’, στάρ’. Έτσ’ τ’ αφήσαμε. Ξεκίν’σαμ’ από κει το πρωί. Πάμε στη Γκερντελί. Οι γκερντελιώτες φύγαν πιο μπροστά. Όσο να πάμ’ εμείς πέρασαν και το σύνορο. Η Ανδριανούπολ’ ήταν κοντά. … Μείναμε εκεί. Μας πατάει μια βροχή, σταφίδα μας έκανε. Ξημέρωσ’ η μέρα. Άιντε πάλε. Το δρομάκ’. Άλλος εδώ, άλλος εκεί, σα σκοτωμένα πουλιά. Άλλοι πρόλαβαν ήρθαν εδώ, μερικοί. Μείναμε στη Κομοτήνη. Στη Κομοτήνη στο βόρειο μέρος, γιατί είχαμ’ καμπόσα ζώα και πως α τα ταΐσουμ’;, άχερα δεν υπάρχουν, τίποτα δεν υπάρχουν. Μείναμε στη Κομοτήνη. Βγάλαμ’ το χειμώνα. Εκεί πάλε είχε άλλο βάσανο. Με τσ’ Βουργάροι καταγινόμασταν. Αντάρτες βγήκαν στα βουνά οι Βουργάρ’. Μας κλέβαν τα ζώα, μας απειλούσαν, πολλά. Μόλις βγάλαμε το χειμώνα φύγαμε από κει. Κατεβήκαμε κάτω από τη Κομοτήν’, ένα Ανάκιοϊ του λεγάνα. Μια λίμνη έχ’ εκεί. …. Καθίσαμ’ ένα καλοκαίρ’. Μας σκότωσε ο πυρετός, η ελονοσία. Εμείς σαν παιδιά φύγαμε στα χωριά δεξιά αριστερά, α πάμ’ α βρούμ’ κανένα μεροκάματο. Εκείνοι οι οποίοι μείναν μέσα όλοι υποφέρανε. Αφού καθίσαμε πέντε μήνες και είχαμε τριανταδυό τριαντατρείς πεθαμένοι. … Το Σεπτέμβριο μήνα. Φύγαμ’ από κει. Μας είπαν ότι δεν υπάρχει αλλού μέρος εκτός από τη Φλώρινα, στα Καϊλάρια. … Ξεκίν’σαμ’. Άλλοι με τα ζώα. Άλλα εδώ πουλάνε, άλλα εκεί πουλάνε, να λίγο, τ’ α τα κάν’ς; Α φάν’ θέλουν, χειμώνας πλακών’. Μετά, πήγαμε στη Φλώρινα. Πήγαν κι οι οικογένειες μας, πήγαμ’ και τα ζώα. Πολλά ζώα! Εκεί, βρήκαμε την τρύπα γεμάτ’, με λίγα λόγια. Το χωριό γεμάτο που μας είπαν. Τώρα νε εδώ, νε εκεί, νε πίσω νε μπρος. Στη Φλώρινα πατάει ένα κρύο, μια πάχνη τέσσερα δάχτυλα. Σα να έριξε χιόν’. Ξετιναγμέν’ όλοι απ’ το πυρετό εκεί. Α πεθάνουμ’. Τέλος πάντων εκεί, πάνε στον εποικισμό. Λένε οι άνθρωποι: «δεν έχουμε, ρε παιδιά. Τι να σας κάνουμε; Πού να σας βάλουμε … Κάποια φορά μας λέει ένας, ο διευθυντής. Λέει: «ακούτε ‘δω. Δεν υπάρχει μέρος για να ζήσ’τε εσείς. Αλλά θα κάνουμ’ το εξής». Τι θα κάνουμ’; «Θα πάμε στη Πρέσπα». Ε, στου διαόλ’ τη μάνα, μεσ’ τα βουνά. Τώρα οι δικοί μας μαζεύτηκαν – ήμασταν καμιά εβδομηνταριά οικογένειες. Μαζεύτηκαν οι μεγάλ’, κάν’να συνέδριο τώρα. Θα πας εσύ, εσύ, εσύ. Πέντε νομάτ’, έξ’ έβγαλανα. Πάν’να στη Πρέσπα. Τι να δγεις στη Πρέσπα; Μόνο το Θεό βλέπ’ς. Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα».
Και η Μαρία Πατσώρα αφηγείται : «Έφ’γαμ’ μοναχοί μας, φοβούμασταν. Στη πατρίδα είχαμ’ μαγαζί καλό …. Το κλείδωσαμ’ κι έφγαμ’, και πήγαν οι Τούρκ’. Τίποτα δεν πήραμ’. Εμείς ήμασταν εσνάφ’ και δεν είχαμε κάρο. Επίταξαν ένα και μας έβαλε ένας Τούρκος στο κάρο και κάνα δυο ρούχα πήραμ’. Τίποτα. Όλα κλειδωμένα. Πήραμ’ μπογιές μαύρες (για ρούχα, όταν ξεθώριαζαν τα έβαφαν) … άλλο τι θα πάρουμ, αφού δεν ήμασταν γεωργοί να έχουμ’ κάρο;… Μια γέφυρα πέρασαμ’ και μας είπαν ότι το τουρκικό το πέρασαμ’ τώρα μπαίνουμ’ μες το ελληνικό.. … Α! χωριά περπάτ’σαμ’. Και στο Έλεβιτς (Λεβαία Φλώρινας) πήγαμ’ και στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) πήγαμ’, Καστοριά πήγαμ’, πολλά χωριά περπάτ’σαμε … Έμαθαμ από χωριό σε χωριό ότι τάδες ο συγγενής είναι στο Αιγίνιο κι ήρθαμ κι εμείς εδώ για να βρούμε το συγγενή μας, το Μυρίσα….. Να ‘χουμ το σόι μας κι εμείς. … Είχε ένα ψεύτ’κο σπ’τ’, μια καλύβα, μας έβαλε κι εμάς μαζί. Ύστερα άρχισαν α δουλεύουν σιγά σιγά. Πήραμ’ έναν αερόμυλο, ήταν αερόμυλος και τον έκαναμ σπίτ’. Δεν είχε μύλο αλλά έτσ’ το ‘λεγαν. Κάθουμασταν εκεί μέσα. Μετά πήραμ’ δάνειο απ’ τ’ τράπεζα κι έκαναναμ’ καλό σπίτ’. Εκεί απάν’ στα Καλύβια τα λέν. … εδώ στο Αιγίνιο, γίν’καμε ντόπιοι.
Στο Λιμπάνοβο οι σκοπελινοί εγκαταστάθηκαν στον τούρκικο μαχαλά, στο κέντρο του οικισμού, στα σπίτια που άφησαν φεύγοντας οι Τούρκοι. Οι ντόπιοι δεν είχαν ποτέ προβλήματα με τους θρακιώτες πρόσφυγες. Στις τοπικιστικές διαμάχες που ταλάνιζαν το Αιγίνιο μέχρι πολύ πρόσφατα οι δύο ομάδες είχαν κοινή στάση. Πολλοί φιλοξενήθηκαν από ντόπιους στα σπίτια τους, π.χ. οι Παπαδάδες φιλοξενούσαν δύο οικογένειες. Ωστόσο τα σπίτια δεν επαρκούσαν. Ακόμα και ερείπια κατοικήθηκαν, όπως ο ανεμόμυλος στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Κέντρο Υγείας. Πολλοί έφτιαξαν πρόχειρα καλύβια με πλεγμένα ξύλα για τοίχους, πατημένο κοκκινόχωμα για πάτωμα και στέγη από ραγάζια και αργότερα λαμαρίνες. Η περιοχή όπου κατασκευάστηκαν αυτά στους βορειοανατολικούς λόφους ονομάζεται ακόμα «Καλύβια». Σ’ αυτά κάποιοι έμειναν αρκετά χρόνια, π.χ. η οικογένεια του παππού μου μέχρι το 1954. Οι σκοπελινοί δεν πήραν βοήθεια από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, που άρχισε να λειτουργεί αργότερα. Τα σπίτια τους τα έκαναν με δάνεια και σε βάθος αρκετού χρόνου.
Αγρότες στο σύνολο τους δούλευαν στα χωράφια και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Οι πιο φτωχοί μεροκάματο σε σκληρές δουλειές, όπως οι οικοδομές, σαν ανειδίκευτοι εργάτες. Η πείνα μάστιζε πολλούς. Και πάλι η Μαρία Πατσώρα μας λέει: «Μια φορά θύμωσα, η μάνα μ’ δούλευε η σχωρεμέν’ με το τενεκέ λάσπ’ κι έκανε η αδερφή μ’, με τα πίτερα ψωμί. Τρώς; Τι καλά έφαγαμ’! Το ζύμωνε το πίτερο και το ‘ψηνε. Ένα βράδ’ θύμωσα, το θκό ήντανα μικρό. Α λέγω, εμένα μικρό με το ‘κανε δε α φάγω. Και κ’μοικήθ’κα νηστικιά. Και πείνασα νύχτα. Σκώθκα το πήρα και το ‘φαγα! Τι καλά το τρως! Νόστιμο! Και προσθέτει για την περιπέτεια της οικογένειας της και του πατέρα, του Παναγιώτη Σταγκίδη, που ήταν αιχμάλωτος στα τάγματα εργασίας: «μας είπαν σκοτώθκε κι έγραψαν γράμμα μαύρο οι φίλ’ τ’…. ότι μη τον περιμένς, σκοτώθ’κε. Εμείς ήξεραμ’ ότι μπαμπά δεν είχαμ’. Κάποτε κι αλλότε φανερώθκε ένας κατσίβελος. Παλιόρουχα, χάλια. Παιδιά λέει είμαι ο μπαμπάς σας εγώ. Εμείς δεν έχουμ’ μπαμπά, ο μπαμπάς μας πέθανε. Όχι λέει δε πέθανε, εγώ είμαι ο μπαμπάς σας. Μ’ είχαν αιχμάλωτο και μ’ απόλ’σαν και ήρθα λέει τώρα. Ειδοποιούμ’ τ’ μάνα μ’ που δούλευε, κβανιούσε λάσπ’ στο τενεκέ στς μαστόροι απάν, κι άλλες πολλές π’ δεν είχαν άντροι. Έλα, λέει, ήρθε ο άντρας σ’. Α! Χριστός κι η Παναγιά λέει. Άντρασιμ είν’ πεθαμένος, έχ’ τόσα χρόνια. Ήρθε λέει ο άντρας σ’. Έρχεται, α! ο Πανγιώτ’ς, λέει, είναι. Τον κατάλαβε. Έκατσαμ ύστερα, γίνκαμ’ μια οικογένεια. Δούλευε κείν’ και κείνος, μας έβλεπε, είμασταν μικρά, μας έβλεπε, μας ταΐζε. Καλά ήμασταν ύστερα που ‘ρθε.»
Το 1926 έγινε η προσωρινή διανομή γης στους πρόσφυγες. Σε κάθε οικογένεια δόθηκε ένα οικόπεδο 1200 τετραγωνικά μέτρα και σαράντα στρέμματα χωράφια, μοιρασμένα σε κάμπο και λοφώδη έκταση. Για κάθε παιδί πάνω από τα τέσσερα δόθηκαν ακόμα οκτώ στρέμματα. Από τα πρώτα που έκαναν ήταν να φυτέψουν το αμπέλι τους, απόδειξη πλέον ότι δεν πίστευαν πως θα γυρίσουν στην πατρίδα τους, γιατί μέχρι τη συνθήκη της Λωζάννης τα 1923 το ελληνικό κράτος άφηνε μια τέτοια ελπίδα να πλανάται. Οι οριστικοί τίτλοι ιδιοκτησίας δόθηκαν το 1935. Άνθρωποι περήφανοι και εργατικοί ξαναστάθηκαν στα πόδια τους με πολύ μόχθο, ξαναφτιάξαν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους. Ωστόσο, ποτέ δεν τους άφησε η νοσταλγία για την χαμένη πατρίδα τους. Παιδί θυμάμαι τους παππούδες να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και να λένε: «εις υγείαν και καλή πατρίδα».

 

Η διαρκής αναζήτηση των ριζών μας, η καταγραφή και η διάσωση των ηθών και εθίμων, αποτελούν τον τρόπο να γνωρίσουμε την τοπική ιστορία μας και να την αναβιώσουμε ως έχει.

Επικοινωνία

K Καραμανλή 26, 60300, Αιγίνιο Πιερίας

23530 24322

6989291381

info@dimitra-aiginiou.gr

www.dimitra-aiginiou.gr